Minimamachta ...
... τριων απαλλαττεται πολεμων, της ακοης και της λαλιας, και του βλεπειν ...
... εγραψε ο καθήμενος εν τη ερήμω και ησυχάζων
... εγραψε ο καθήμενος εν τη ερήμω και ησυχάζων
... εγραψε ο καθήμενος εν τη ερήμω και ησυχάζων
.
.
.
.
.
... δελφίνια στην πλώρη μας ... κοντά στην Μήλο ...
... ένα ναυάγιο του 100 πΧ ...
ωραία !!!!
... εγραψε ο καθήμενος εν τη ερήμω και ησυχάζων
.... 30 χρόνια μετά ... ωραίο καλοκαίρι ....
ο Π.Κ. ήταν ίδιος ο Che .... photos manent ...
Τώρα του λέμε το ανέκδοτο:
Che: - "Hasta la victoria siempre Παναγιώτη"
Παναγιώτης: - "(Η)αστα να πάνε Che" ......
... εγραψε ο καθήμενος εν τη ερήμω και ησυχάζων
.
.... είναι αυτή του Robert Scott και των (Εγγλέζων) συντρόφων του, στον Ν. Πόλο .... μπροστά στην Νορβηγική σημαία του Αμούνδσεν ...
(κλικ στην φωτό για μεγέθυνση)
... έχοντας διανύσει χιλιάδες χιλιόμετρα πάνω στους πάγους, με τα πρόσωπα τους αλλοιωμένα από τις κακουχίες, λιποβαρείς, πεινασμένοι και κατάκοποι, έχουν αποθέσει όλες τους τις ελπίδες στο να φτάσουν πρώτοι αυτοί στον Nότιο Πόλο. Και όταν είναι πια εκεί δεν αρχίζουν να τρέχουν, δεν αλαλάζουν, δεν χοροπηδούν ....
Όρθιοι δίπλα στα έλκηθρα και τα χιονοπέδιλα τους, αντικρίζουν σιωπηλοί τον φακό, αποτυπώνοντας στην φωτογραφία τον εσωτερικό περιορισμό, τον χρόνο που δεν υπάρχει, την πειθαρχία που πάντα επιβάλλει η φύση ...)
"... It seems a pity, but I do not think I can write more.
R. Scott
Last entry
For God's sake look after our people ..."
είναι οι τελευταίες σειρές στο ημερολόγιο του γενναίου αυτού άντρα ...
... εγραψε ο καθήμενος εν τη ερήμω και ησυχάζων
"...... - Εγώ, καπτάνε μου, καθώς το ζάρουμε στον τόπο μας, είχα συβασμένη από μικρή το Ασημώ μ’ με τον Τασό, του Μήτρου Πάλλα τον υγιό. Ήμαστε φίλοι παληοί με το Μήτρο. Οι φαμίλιες μας νταμ παπαντάμ εσυγγενολογόνταν κι εμείς από παιδιά ήμαστε φιλί κλειδί μαζύ. Σαν έκλεισε τα δυό χρόνια το Ασημώ μ’, ήρθεν ο Μήτρος να την συβάση για τον Τασό του. Το θυμάμαι σαν και να είναι τώρα. Μόλις απόλυσε η εκκλησιά -Κυριακή ήταν- μια και δυο στο σπιτικό μου. Επήρε το Ασημώ στα γόνατά του, τς έβαλε στο χέρι ένα μετζήτι και λίγα λεμπεμπλιά, την φίλησε και τς είπε: «Σε συβάζω με τον υγιό μου τον Τασό». Εκείνο το σιχαμένο έβαλε κάτι γέλοια!...
- Το χαμώθελε, φαίνεται, τον έκοψα εγώ γελάσας.
- Μπα, δεν καταλάβαινε το ζλάπι, είπεν ο γέροντας. Μα θα πης, ποιος τα ξέρει κι όλα; γναίκα ήταν, άντρα της έδιναν. Ποιος λέει πως δεν τ’αρέσει το μέλι; Ωστόσο ήταν αρραβωνιασμένη το Ασημώ μ’ με τον Τασό. Όσο εμεγάλωναν τόσο εγνωρίζονταν καλλίτερα. Οι φαμίλιες μας πάντα μαζύ. Όλο το χωριό το ήξερε. Δεν είμαστε δα και πολλοί κι ο ένας κρύβεται πίσ’από τον άλλον…
- Ως εδώ καλά πάμε, έκοψεν ο σύντροφός μου τον γέροντα, ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς εις μίαν προκόβαν.
- Χμ!... έκαμεν ο νοικοκύρης, ο οποίος εγνώριζε βέβαια τα γινόμενα, κουνών την κεφαλήν.
- Καλά. Μα τώρα να που βάλθηκε τούτος ο σατανάς κι εξεμυάλισε τη δυχατέρα μου, είπεν ο γέροντας μ’έξαψη δείξας τον Γιώργον. Δε σου λέων, επρόσθεσεν αμέσως μαλακώτερα, το φταίξιμο το ‘χει η Τασός πόγινε ένας κουτοβόμπιρας. Μπορεί εκείνος να κυβερνήση ένα θεοκόριτσο σαν το Ασημώ μ’; Είδε, που λες, η κόρη τούτο το ελάτι, πού να σκύψη να ιδή πια το γαϊδουράγκαθο… Η οξιά με το γαϊδουράγκαθο, μαθές, πάει;
- Βέβαια όχι, αποκρίθηκα εγώ. Η οξιά θέλει το ελάτι. Κάνουν αντιρρίμμια αντρειωμένα ..."
(ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ)
... εγραψε ο καθήμενος εν τη ερήμω και ησυχάζων
"... O Μήτρος Βλαχοθανάσης, εκ Βουνιχώρας της Φωκίδος, ήτο ονομαστός αρματωλός κατά τα μέσα του ΙΗ' αιώνος. Ο διάσημος Ανδρίτσος, ο πατήρ του Οδυσσέως, ήτο κατά την νεότητά του πρωτοπαλλήκαρον αυτού. Κατά το 1771, ότε ο Βλαχοθανάσης, υπέργηρως ών, είχεν αποφασίση να μεταβάλη βίον "για να πεθάνη ήσυχος 'ς στα χώματά του", ο Ανδρίτσος μελετών επίθεσιν κατά του Μουχτάρ πασά της Ναυπάκτου, και γινώσκων οπόσον πολύτιμος σύντροφος θα ήτο ο γέρων ψυχοπατέρας του, τον έπεισε να μετάσχη του αγώνος. Προ της Ναυπάκτου συνεπλάκησαν οι κλέφταις προς τον Μουχτάρ, ισχυροτάτας έχοντα δυνάμεις. Η μάχη διήρκει επί πολλάς ώρας, ότε ο γηραιός Βλαχοθανάσης ώρμησε με το ξίφος προς το κέντρον των εχθρών. Καίτοι δ'επληγώθη εις την χείρα και τον λαιμόν, επροχώρει, παρακολουθούμενος υπό του Γιάννη Ξυλικιώτη αλλά τραυματισθέντος καιρίως και τούτου, στραφείς όπως βοηθήση αυτόν, επληγώθη θανασίμως εις την κεφαλήν, και πίπτων παρεκάλει τους συντρόφους του να του πάρουν το κεφάλι. Ώρμησαν ούτοι όπως αποκομίσωσι τους νεκρούς και δεινός συνήφθη αγών, ότε προσδραμόντος εις επικουρίαν των Τούρκων του δερβέναγα της Ναυπάκτου Μητσομπόνου, μετά πολλών ανδρών ηναγκάσθησαν ν'αποχωρήσωσι, καταλιπόντες τους νεκρούς. Αι κεφαλαί αυτών απεκόπησαν υπό των Τούρκων και περιήχθησαν ύστερον προς επίδειξιν εις την Ναύπακτον και τα πέριξ, παρεδόθησαν δε τελευταίον εις τον μπέην των Σαλώνων ... "
Τρία πουλάκια κάθονται ψηλά 'ς τη Βουνιχώρα
το να τηράει τη Λιάκουρα, και τάλλο την Κωστάρτσα*,
το τρίτο το καλύτερο ρωτάει τους διαβάταις΄
"Διαβάταις που διαβαίνετε, στρατιώταις που περνάτε,
μην είδετε τς αρματωλούς και το Βλαχοθανάση,
που γέρασεν αρματωλός, 'ς τους κλέφταις καπετάνιος;
- Εμείς προψές τον είδαμε 'ς τον Έπαχτον* απόξω,
δυό μέραις επολέμαγε με Τούρκους τρεις χιλιάδες."
"Ανδρούτσο, τι κλειστήκαμε, σα να 'μαστε γυναίκες;"
Το γιαταγάνι τραύηξε κ' ένα γιουρούσι κάνει.
Του πέφτουν βόλια σα βροχή, κανόνια σα χαλάζι.
Τρεις μπάλαις του ερρήξανε, πικραίς φαρμακωμέναις.
Η μια τον πήρε 'ς το λαιμό, η άλλη μεσ' 'ς το χέρι,
κ' η τρίτη η φαρμακερή τον ηύρε 'ς το κεφάλι.
"Κόψτε μου το κεφάλι μου, να 'χετε την ευχή μου"
Κι ο Ανδρούτσος βγάνει μια φωνή, πικρή, φαρμακωμένη΄
"Παιδιά, τραυάτε τα σπαθιά, κι αφήτε το ντουφέκι.
να μη μας πάρη η Τουρκιά του Βλάχου το κεφάλι,
που γέρασεν αρματωλός, 'ς τους κλέφταις καπετάνιος."
Βλάχο, καλά καθόσουνε ψηλά 'ς τη Βουνιχώρα,
θυμήθηκες τα νιάτα σου, κ' επήρ' ο νους σ'αγέρα
και τώρα το κεφάλι σου το πήρανε οι Τούρκοι.
Το σεργιανάνε 'ς τα χωριά και παίρνουνε μπαξίσι,
'ς το Σάλωνα οι μπέηδες χούφταις φλωριά κερνάνε*.
*Κωστάρτσα: χωρίον του δήμου Βωμέας της Φωκίδος
*Έπαχτος: η Ναύπακτος
*κερνάνε: προσφέρουν μπαξίσι εις τους περιάγοντας την κεφαλήν του Βλαχοθανάση
... εγραψε ο καθήμενος εν τη ερήμω και ησυχάζων
... εγραψε ο καθήμενος εν τη ερήμω και ησυχάζων
.
.
"... J'ai jete ma vie a tous les vents du ciel mais j'ai garde ma pensee. C'est peu de chose - c'est tout - ce n'est rien - c'est la vie meme ..."
(8 Φεβρουαρίου 1899
ο Joseph Conrad γράφει γράμμα σ' έναν φίλο ...)
.
.
.
.
... εγραψε ο καθήμενος εν τη ερήμω και ησυχάζων
.
.
.
.
.
".... you told me again
you preferred handsome men
but for me you would make
an exception ..."
(1980, ο Lenny μαζί με τον Sonny Rollins ... στο Who by Fire
το σταμάτημα του χρόνου, μιά σπάνια στιγμή ....)
... εγραψε ο καθήμενος εν τη ερήμω και ησυχάζων
"... γνωριστήκαμε ένα μεσημέρι του Αυγούστου στην ακρογιαλιά. Στεγνώναμε ξαπλωμένοι πλάι πλάι. Ένα σκούρο πέπλο, βρεμένο, σκέπαζε το πρόσωπο της. Έγειρα να τη φιλήσω. Άφησε το κεφάλι της ξένο, αδιάφορο, σφιγμένα τα δόντια και τα χείλια ψυχρά. Έπειτα ξαφνικά τράβηξε το πέπλο της, όπως ανοίγει κανείς ένα βιβλίο. Ανεβήκαμε το βουνό γυμνοί μέσα στον ήλιο. Ήταν δική μου, όπως τώρα, όπως πάντα, όπως καμιά φορά στο κρεβάτι μας. Δεν μας έμενε πια παρά το βάρος να αισθανθούμε πόσο ξεπερνά τον άνθρωπο να είναι ο ένας ενωμένος με τον άλλον όπως ήμασταν. Παραμιλούσε, κι έπειτα, όταν γύριζε στις αισθήσεις της, κοίταζε καμιά φορά πίσω σαν ένα δρόμο που έχουμε περάσει και έλεγε μόνη της: "Τίποτε πια δε μας χωρίζει". Ήταν ευτυχισμένη και ήταν δική μου από τότες, από την πρώτη εκείνη μέρα που βασίλεψε ο ήλιος πάνω μας καθώς περιμέναμε ακίνητοι πάνω στα αρχαία μάρμαρα ..."
... εγραψε ο καθήμενος εν τη ερήμω και ησυχάζων
"... and now the sirens have a still more fatal weapon than their song, namely their silence. And though admittedly such a thing has never happened, still it is conceivable that someone might possibly have escaped from their singing, but from their silence certainly never ..."
... εγραψε ο καθήμενος εν τη ερήμω και ησυχάζων