... η οξιά θέλει το ελάτι ...
"...... - Εγώ, καπτάνε μου, καθώς το ζάρουμε στον τόπο μας, είχα συβασμένη από μικρή το Ασημώ μ’ με τον Τασό, του Μήτρου Πάλλα τον υγιό. Ήμαστε φίλοι παληοί με το Μήτρο. Οι φαμίλιες μας νταμ παπαντάμ εσυγγενολογόνταν κι εμείς από παιδιά ήμαστε φιλί κλειδί μαζύ. Σαν έκλεισε τα δυό χρόνια το Ασημώ μ’, ήρθεν ο Μήτρος να την συβάση για τον Τασό του. Το θυμάμαι σαν και να είναι τώρα. Μόλις απόλυσε η εκκλησιά -Κυριακή ήταν- μια και δυο στο σπιτικό μου. Επήρε το Ασημώ στα γόνατά του, τς έβαλε στο χέρι ένα μετζήτι και λίγα λεμπεμπλιά, την φίλησε και τς είπε: «Σε συβάζω με τον υγιό μου τον Τασό». Εκείνο το σιχαμένο έβαλε κάτι γέλοια!...
- Το χαμώθελε, φαίνεται, τον έκοψα εγώ γελάσας.
- Μπα, δεν καταλάβαινε το ζλάπι, είπεν ο γέροντας. Μα θα πης, ποιος τα ξέρει κι όλα; γναίκα ήταν, άντρα της έδιναν. Ποιος λέει πως δεν τ’αρέσει το μέλι; Ωστόσο ήταν αρραβωνιασμένη το Ασημώ μ’ με τον Τασό. Όσο εμεγάλωναν τόσο εγνωρίζονταν καλλίτερα. Οι φαμίλιες μας πάντα μαζύ. Όλο το χωριό το ήξερε. Δεν είμαστε δα και πολλοί κι ο ένας κρύβεται πίσ’από τον άλλον…
- Ως εδώ καλά πάμε, έκοψεν ο σύντροφός μου τον γέροντα, ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς εις μίαν προκόβαν.
- Χμ!... έκαμεν ο νοικοκύρης, ο οποίος εγνώριζε βέβαια τα γινόμενα, κουνών την κεφαλήν.
- Καλά. Μα τώρα να που βάλθηκε τούτος ο σατανάς κι εξεμυάλισε τη δυχατέρα μου, είπεν ο γέροντας μ’έξαψη δείξας τον Γιώργον. Δε σου λέων, επρόσθεσεν αμέσως μαλακώτερα, το φταίξιμο το ‘χει η Τασός πόγινε ένας κουτοβόμπιρας. Μπορεί εκείνος να κυβερνήση ένα θεοκόριτσο σαν το Ασημώ μ’; Είδε, που λες, η κόρη τούτο το ελάτι, πού να σκύψη να ιδή πια το γαϊδουράγκαθο… Η οξιά με το γαϊδουράγκαθο, μαθές, πάει;
- Βέβαια όχι, αποκρίθηκα εγώ. Η οξιά θέλει το ελάτι. Κάνουν αντιρρίμμια αντρειωμένα ..."
(ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου